- τραχυβατώ
- και ιων. τ. τρηχυβατῶ, -έω, Αβαδίζω πάνω σε τραχύ ή πετρώδες έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ὀρθο-βατῶ, σκαιο-βατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρηχυβατώ — έω, Α ιων. τ. βλ. τραχυβατῶ … Dictionary of Greek